- λεπτουργική
- ηη τέχνη του λεπτουργού: Η λεπτουργική απαιτεί ενασχόληση πολλών ωρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεπτουργικός — ή, ό (Α λεπτουργικός, ή, όν) [λεπτουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία») 2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία») 3. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
βεντάλια — Αντικείμενο ποικίλης ύλης και σχήματος που χρησιμεύει για την πρόκληση ελαφριάς κίνησης του αέρα, με σκοπό την ανακούφιση από τη ζέστη. Ο συνήθης τύπος αποτελείται από μερικές λεπτές βέργες που συγκρατούνται ακτινωτά στο κατώτερο σημείο τους και… … Dictionary of Greek
κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… … Dictionary of Greek
παλισ(σ)άνδρο — το, και παλισ(σ)άνδρη, η βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Δαλβεργία η πλατύφυλλη και εμπορική ονομασία τού ξύλου του, το οποίο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και στη λεπτουργική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. palissandre < λ. τών ιθαγενών γλωσσών τής… … Dictionary of Greek
σφένδαμνος — (acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα… … Dictionary of Greek
γιακαράντα — Γένος φυτών της οικογένειας των βιγνονιιδών η οποία περιλαμβάνει πολλά γένη φυτών, που καλλιεργούνται στους κήπους για καλλωπιστικούς σκοπούς (π.χ. βιγνόνια εκκρεμόκαρπη). Το γένος περιλαμβάνει δηλητηριώδη φυτά, αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί… … Dictionary of Greek